< ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος >
ἀρχ[ι]παστοφορία
,
-ας, ἡ
cargo del
ἀρχιπαστοφόρος
PMich
.inv.5598.22 (II d.C.) en
ZPE
63.1986.297.